14 Δεκεμβρίου 2007

Αλλαγή όρασης

Ξάπλωσε στο χορτάρι της πλαγιάς και κοίταξε ανάποδα την πόλη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του αλλάζοντας την όρασή του, δίνοντας στα κτήρια μορφή μαγειρικών σκευών, φτιαγμένα από υδράργυρο. Ψήλωναν και λικνιζόντουσαν κάτω από τον ζεστό. "Άραγε να μικραίνουν με τον κρύο; Περίεργη η πόλη κι ο υδράργυρος δηλητηριώδης. Γι' αυτό δε βλέπεις ανοιχτά παράθυρα κι ανθρώπους στα μπαλκόνια. Φοβούνται να αγγίξουν τους τοίχους της ζωής τους."
Ανασηκώθηκε γυρίζοντας προς τη λίμνη. "Αυτή δε φοβάται τίποτα, δε σταματάει να χορεύει... τουλάχιστον μέχρι να ξεραθεί."
"Τι κάνεις, μικρέ; Κοιτάς την επιφάνεια να βρεις το ουσιαστικό;"
"Το βρήκα το ουσιαστικό."
"Και;"
"Ψάχνω το επίθετο."

13 Δεκεμβρίου 2007

Οινοπνεύματος

όνειρα παλιά με ανθρώπους που είχες από χρόνια ξεχάσει, τώρα μπροστά σου στέκονται σα να τους είδες μόλις χθες. Και ψάχνεις την τούρτα γενεθλίων της γυναίκας που γιορτάζει αλλά δεν έχει φυσήξει τα κεράκια, γιατί είναι μεθυσμένη από νωρίς κι η φίλη της την παίρνει μακριά, να πιει έναν καφέ και να κοιμηθεί. Την βρίσκεις με το κεράκι αναμμένο, μα σου φωνάζουν, "Όχι, δεν είναι αυτή, η άλλη δίπλα" και απορείς βλέποντας τη σωστή τούρτα δέκα εκατοστά δίπλα με το κερί σβηστό κι ένα κομμάτι να λείπει. Η βραδιά τελειώνει με γνωστούς άγνωστους και στιχομυθίες "Τα λέμε αύριο". "Μπορεί να φύγω". "Ε, τότε από Δευτέρα", σα νά 'ταν φίλοι καρδιακοί και να τους έχεις λείψει και άλλες απορίες, "Γιατί νιώθω να είμαι σε ένα γάμο που δεν ξέρω το ζευγάρι, ποιος άλλος είχε γενέθλια απόψε και μπέρδεψα τις τούρτες και που σκατά εξαφανίστηκε η παρέα με την οποία ήρθα;"

8 Δεκεμβρίου 2007

,

Δακρύζω και αφήνω το υγρό να ξεραθεί
σχηματίζοντας ένα αλατισμένο μονοπάτι στο πρόσωπό μου
σαν αυτά που γλύφεις το καλοκαίρι αραχτός μετά τη θάλασσα
και νιώθεις να σε στέλνει δεκαετίες πίσω
στο πρώτο μπάνιο που θυμάσαι.
Δεν είναι δάκρυ για μια αγάπη που έφυγε
ούτε για το χαμό κάποιου καλού φίλου.
Δεν είναι δάκρυ χαιρετισμού, ενός στερνού "Αντίο"
είναι άσχετο με κάθε τραγωδία ή χαρά
στερημένο από κάθε μορφή συναισθήματος.
Είναι το καθημερινό δάκρυ του χασμουρητού.

Μαύρα περιστέρια

Σου 'στειλα ρημαγμένες κραυγές με μαύρα περιστέρια
μα, σαν τα είδες να έρχονται, τρόμαξες
έκλεισες τα παραθυρόφυλλά σου
και με σφιγμένη τη γροθιά στο στήθος, αναπήδησες
στο ξεπουπούλιασμά τους
Ένα μονάχο επέστρεψε, με σπασμένο φτερό
μάρτυρας της αποτυχίας να σε φτάσω
Ένα μονάχο επέστρεψε, με σπασμένο φτερό
αυτό που κουβαλούσε την καρδιά μου

2 Δεκεμβρίου 2007

Γραφοπηγαίνοντας

ακούω το χώμα να αποχωρίζεται το φλοιό
μυρωδάτο πλησιάζει
έξω από το παράθυρό μου
σχηματίζει σκαλοπάτια σε σχήμα πέλματος
σε μέγεθος ογκώδους εγώ
αποτυπώματα δικά μου
βρώμικα και σκασμένα
Διστακτικά, πηδάω στα κομμάτια μου
επισφαλής ο προορισμός
πολύ μακριά για να διακρίνω
Ο καθρέφτης του ήλιου μεγάλος
και μόνος
Βαρέθηκα, κουράστηκα, φοβάμαι
γαντζώνω το αγκίστρι μου
κρεμάω την πετονιά μου
είναι λεπτή μα θα κρατήσει
κι αν δεν κρατήσει
θα μετριάσει
την πτώση μες στο δάσος
Πλέκω φτερά από αγκάθια
κανείς να μην τ' αγγίξει
κι αν τα πειράξει
ενθύμιο, αγκάθι να του μείνει
να το φοράει στη μύτη του
ρινόκερος να γίνει
Από τα σκαλοπάτια μου αντίθετα πετάω
πετάω προς τη θάλλασα
τις πέτρες για να βρω
στους κόκκους που μεγάλωσαν
στους θραύστες που μικρύναν
να πω την καλησπέρα μου
κι ας πέσει στο γιαλό

ο

Ξημέρωσε και ντύνεσαι
γρήγορα να προλάβεις
Τρέχεις να πας στο πουθενά
εκεί που υπάρχουν όλα
Σου είπαν, πρέπει να βιαστείς
δε θα σε περιμένουν
όλα του κόσμου γίνονται
δε στέκονται, αλλάζουν
τρέξε, ποτέ μη σταματάς
τρέξε, γιατί θ' αργήσεις
Γυρνάς φθαρμένος, νηστικός
και πέφτεις και κοιμάσαι
Πες μου, πού πήγες;
Πουθενά
Τι είδες;
Δε θυμάμαι... τίποτα... ξημερώνει...

Αναζήτηση στα χαμένα