29 Οκτωβρίου 2007

Χριστούγεννα, μέρα γιορτής...

    Καθισμένος στην καρέκλα σκηνοθέτη έξω στο μπαλκόνι.
    Από τις ορθάνοιχτες πόρτες, φαινόταν στις γύρω πολυκατοικίες το χρυσοστόλιστο σπίτι. Όμως, αυτός είχε γυρισμένη την πλάτη. Κοιτούσε την τηλεόραση που είχε κρεμάσει με το καλώδιο ρεύματος από το λούκι του πάνω διαμερίσματος. Δεν κατάλαβε αυτή του την κίνηση. Απλά ένιωσε ότι έπρεπε να κάνει κάτι... Κι έτσι βρισκόταν τώρα να κοιτάζει τον αγγελιαφόρο να στροβιλίζεται, τυφλώνοντας τον περιοδικά με την εικόνα των ειδήσεων, που ακόμα δεν είχαν τελειώσει και τις κεραίες να κρέμονται σαν σπασμένα άκρα.
    Στο χέρι του ένα μπουκάλι βότκα, που ξεπλένει τα ξεραμένα του χείλη και τρέχει μέχρι το στέρνο του, ποτίζοντας το γεμάτο τρύπες από τις κάφτρες των τσιγάρων του πουκάμισο. Το πουκάμισο που του δώρισε η κόρη του τα περασμένα Χριστούγεννα. Το πουκάμισο που ποτέ δεν του άρεσε αλλά φορούσε συνέχεια.
    Με την τελευταία γουλιά βότκας σηκώθηκε. Κοίταξε το μπουκάλι, σβήνοντας το τσιγάρο στο πάτωμα με τα γυμνό του πόδι. Οι ειδήσεις τελείωσαν. Χάθηκε για λίγο στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Στην επιστροφή του τα βήματά του ήταν σταθερά και ρυθμικά σαν φαντάρων σε παρέλαση. Σταθερά και ρυθμικά μέχρι τα κάγκελα, όπου σταμάτησε... Με μια απότομη κίνηση έκοψε το καλώδιο της τηλεόρασης με το ψαλίδι που άρπαξε από την κουζίνα, σαν να ήταν ένα φύλλο χαρτί.
    Πριν διαλυθεί η τηλεόραση στο πεζοδρόμιο, οι μπαλκονόπορτες... ήταν κλειστές.

22 Οκτωβρίου 2007

Η πόρτα

     Ανέβηκε το τελευταίο σκαλί παίρνοντας βαθιά ανάσα.
     Πλησίασε την πόρτα και χτύπησε το κουδούνι στεκόμενος πάνω στο πατάκι. Χτύπησε την πόρτα, πλησιάζοντας το πρόσωπό του.
     "Σε παρακαλώ άνοιξε... εγώ είμαι... αν και καταλαβαίνω ότι δε θα θες να με δεις ύστερα από ό,τι έγινε την τελευταία φορά. Όμως πρέπει να σε δω. Να σου μιλήσω..."
Ακούμπησε τις ανοιχτές του παλάμες στην πόρτα σε μια προσπάθεια να αγκαλιάσει εκείνη.
     "Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ξέρεις τι είναι να είσαι σφιγμένος ακόμα και στον ύπνο σου; Σαν να φοβάσαι πως κάποιος θα σου κλέψει την ψυχή; Έτσι είμαι από τότε που έφυγες. Με σένα δίπλα μου αισθανόμουν ασφαλής. Αγγίζοντας το σώμα σου... φιλώντας το λαιμό σου την ώρα που κοιμάσαι.. και να γουργουρίζεις όταν σε τσιμπάνε τα γένια μου."
     Έκλεισε τα μάτια του...
     "Να χαιδεύω τα μαλλιά σου. Κι η μυρωδιά σου, να απλώνεται στο δωμάτιο... να μου κρατάει συντροφιά όταν φεύγεις το πρωί. Μου λείπει η μυρωδιά σου... περισσότερο από την ηρωίνη που έχω να χτυπήσω εδώ και τρεις μήνες... Μου λείπεις εσύ... Τώρα το ξέρω. Μου λείπεις. Σ' αγαπ..."
     Κι εκεί έσπασε. Η φωνή του, το σώμα του, η ψυχή του. Η καρδιά του... Ένιωσε μια ατελείωτα αναπτυσσόμενη μάζα να τον τυλίγει και να τον πιέζει με σκοπό να τον συνθλίψει. Με ένα πόνο μεγαλύτερο από τη στέρηση της δόσης του. Με μόνη διέξοδο τα πύρινα δάκρυα που τον τύφλωναν κι έπνιγαν την κάθε προσπάθεια αναπνοής.
     Απομακρύνθηκε από την πόρτα τρεκλίζοντας στις σκάλες.

     Άνοιξε την πόρτα του ανελκυστήρα φορτωμένη με ψώνια. Πλησιάζοντας το διαμέρισμά της κοντοστάθηκε ακούγοντας ένα τρέξιμο στις σκάλες, χωρίς να δώσει μεγάλη σημασία. Ακούμπησε κάτω τις σακούλες και έψαχνε στην τσάντα της το κλειδί. Τότε, είδε τα υγρά αποτυπώματα των χεριών του. Άφησε την τσάντα και τα κλειδιά να της πέσουν στο πάτωμα. Διστακτικά, ταίριαξε τις παλάμες της πάνω στα αποτυπώματα που στέγνωναν.
     Κλωτσώντας ό,τι βρέθηκε στα πόδια της, έτρεξε στις σκάλες να προλάβει...

4 Οκτωβρίου 2007

Ολιγοχρωμία

Κάπου χαμένη...
η πλαστικοποιημένη τυπικότητά μου
να εγκλωβίζει την παιδική μου χωρίστρα...
ανάμεσα σε γράμματα και αριθμούς
η ολιγοχρωμία σαπίζει
όντας ακατάλληλη για το περιβάλλον.
Αναζητώ επιβεβαίωση γέννησης
από κάποιον που αγνοεί την ύπαρξή μου...
προσπερνώντας το παρελθόν
με έλεγχο της αρχής του.

Αναζήτηση στα χαμένα