Η κούπα του καφέ χοροπηδούσε στο γυάλινο τραπεζάκι στον ήχο του Mistreated που έβγαινε από τους πατημένους κώνους των ηχείων του. Ο ήλιος τόνιζε την κάπνα που γέμιζε το δωμάτιο. Δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ενός προβολέα που τον χτυπούσε πάνω στη σκηνή. Στεκόταν με ανοιχτά τα πόδια ζωσμένος με την κιθάρα και φορώντας μόνο τα χιλιοσκισμένα jeans του, κοιτούσε το ταβάνι, σαν χιλιάδες θαυμαστές να κρεμόντουσαν από την πένα του. Ένα περίεργο χαμόγελο συγκρατούσε ένα τσιγάρο στο στόμα του, καμμένο μέχρι το φίλτρο. Έμενε ακίνητος, μα στο μυαλό του χτυπιόταν ενώ συνόδευε τους Deep Purple σε ένα κομμάτι που σήμαινε για αυτόν την πιο απλή, ξέγνοιαστη περίοδο της ζωής του.
Τότε που η τριάδα γυρνούσε καθημερινά στα μπαράκια έχοντας στο στόμα τους τις λέξεις: σουβλάκι, κομπόστα, γεμιστά. Χορεύανε τσιφτετέλι σε μια γέφυρα (γέφυρα να την πεις; Γέφυρα... δε γαμιέται) του Chop Suey και τραγουδούσανε, όλο φάλτσο και χαμόγελο, το ρεφραίν του Mistreated, όταν η κουβέντα πήγαινε στα γκομενικά. Με κατάληξη της κουβέντας στη μουσική. Πάντα στη μουσική. Η μισή τους ζωή τότε. Ίσως και παραπάνω. Πρόβες, γκρίνιες, γέλια, νεύρα και καβγάδες... αδρεναλίνη και βαρεμάρα, όλα σε ένταση. Και τα live, αχ τα live... όλα στο κεφάλι του, από το πιο βαρετό μέχρι το πιο ανατριχιαστικό, τα live των δέκα, τα live των εκατό.
Εκεί η σκέψη του σταμάτησε και επέστρεψε στο παρόν. Η κούπα του καφέ σταθερή. Έβγαλε την κιθάρα από τον ώμο και την κρέμασε στο μοναδικό καρφί στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Κάποτε τον είχαν ρωτήσει: "Ρε μαλάκα, δε φοβάσαι μη σου πέσει η κιθάρα στο κεφάλι;" Ασυναίσθητα απάντησε: "Αν είναι να πεθάνω, ας πάω από κιθάρα." Ποιός να το πίστευε ότι η ευχή του θα γινόταν πραγματικότητα...
Τότε που η τριάδα γυρνούσε καθημερινά στα μπαράκια έχοντας στο στόμα τους τις λέξεις: σουβλάκι, κομπόστα, γεμιστά. Χορεύανε τσιφτετέλι σε μια γέφυρα (γέφυρα να την πεις; Γέφυρα... δε γαμιέται) του Chop Suey και τραγουδούσανε, όλο φάλτσο και χαμόγελο, το ρεφραίν του Mistreated, όταν η κουβέντα πήγαινε στα γκομενικά. Με κατάληξη της κουβέντας στη μουσική. Πάντα στη μουσική. Η μισή τους ζωή τότε. Ίσως και παραπάνω. Πρόβες, γκρίνιες, γέλια, νεύρα και καβγάδες... αδρεναλίνη και βαρεμάρα, όλα σε ένταση. Και τα live, αχ τα live... όλα στο κεφάλι του, από το πιο βαρετό μέχρι το πιο ανατριχιαστικό, τα live των δέκα, τα live των εκατό.
Εκεί η σκέψη του σταμάτησε και επέστρεψε στο παρόν. Η κούπα του καφέ σταθερή. Έβγαλε την κιθάρα από τον ώμο και την κρέμασε στο μοναδικό καρφί στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Κάποτε τον είχαν ρωτήσει: "Ρε μαλάκα, δε φοβάσαι μη σου πέσει η κιθάρα στο κεφάλι;" Ασυναίσθητα απάντησε: "Αν είναι να πεθάνω, ας πάω από κιθάρα." Ποιός να το πίστευε ότι η ευχή του θα γινόταν πραγματικότητα...
5 σχόλια:
Ε, κάποιον έπρεπε να σκοτώσω σήμερα.
Αφιερωμένο...
Διακρίνω κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία...
πρόσεχε...
Έλα μωρέ, μόνο στη μεσαία παράγραφο...
Γλυκός ένας τέτοιος θάνατος..
Ωραίο να "σκοτώνεις" με έναν τέτοιο τρόπο!
Όπως το είπες aggelika. Γλυκός... :D
Δημοσίευση σχολίου